17 Ιουν 2010

Έρικ Χομπσμπάουμ: Η παγκόσμια αταξία στις αρχές του 21ου αιώνα

Ο μεγάλος μαρξιστής ιστορικός μιλάει για τις ανατροπές στην παγκόσμια τάξη, τις αλλαγές στον κόσμο της εργασίας, τους νέους ταξικούς διαχωρισμούς, την Κρίση του 1929 και τη σημερινή, το έθνος-κράτος, τις «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις και τα υπερεθνικά μορφώματα. Η συνέντευξη, με τίτλο «World distempers» δημοσιεύθηκε στο επετειακό τεύχος, αρ. 61 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010 του «New Left Review».

* Το βιβλίο σας Εποχή των άκρων τελειώνει το 1991 με ένα πανόραμα των σαρωτικών αλλαγών σε όλο τον πλανήτη -- την κατάρρευση των ελπίδων της Χρυσής Εποχής για παγκόσμια κοινωνική πρόοδο. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι σημαντικότερες εξελίξεις στην παγκόσμια ιστορία από τότε;

Διακρίνω πέντε βασικές αλλαγές. Πρώτον, τη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου του πλανήτη από τον Βόρειο Ατλαντικό προς τη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε στην Ιαπωνία τις δεκαετίες του 1970 και 1980, αλλά η άνοδος της Κίνας, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, είναι αυτή που κάνει τη διαφορά. Δεύτερον, ασφαλώς, την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, την οποία είχαμε προβλέψει, χρειάστηκε όμως πολύ καιρό για να εκδηλωθεί. Τρίτον, την παταγώδης αποτυχία της προσπάθειας των ΗΠΑ να κατακτήσουν τον ρόλο της μοναδικής ηγέτιδας δύναμης μετά το 2001 -- η αποτυχία είναι ολοφάνερη. Τέταρτον, την ανάδυση μιας νέας ομάδας αναπτυσσόμενων χωρών --«των brics» (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα)-- ως πολιτικής οντότητας, που δεν είχε συντελεστεί όταν έγραφα την Εποχή των άκρων. Και, πέμπτον, την αποσάθρωση και συστηματική αποδυνάμωση της εξουσίας των κρατών: της εξουσίας των εθνικών κρατών στις επικράτειές τους, αλλά και, σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη, κάθε είδους αποτελεσματικής κρατικής εξουσίας. Είναι κάτι που ίσως ήταν προβλέψιμο, αλλά συνέβη με ταχύτητα που δεν την περίμενα ποτέ.

* Τι άλλο σας έχει προξενήσει έκπληξη έκτοτε;

Δεν έχει πάψει να με εκπλήσσει η πλήρης παραφροσύνη του νεοσυντηρητικού πολιτικού σχεδίου, οι οπαδοί του οποίου όχι μόνο διατείνονταν πως η Αμερική αποτελούσε το μέλλον, αλλά επιπλέον πίστευαν ότι είχαν διαμορφώσει μια στρατηγική για την επίτευξη του στόχου αυτού. Αν καταλαβαίνω καλά, με ορθολογικούς όρους, δεν διαθέτουν κάποια συνεκτική στρατηγική. Δεύτερον --κάτι μικρότερης σημασίας, που δεν παύει ωστόσο να είναι σημαντικό-- η αναβίωση της πειρατείας, την οποία είχαμε εν πολλοίς ξεχάσει: είναι κάτι το καινούργιο. Τρίτον, μια εξέλιξη σε τοπικό επίπεδο: η κατάρρευση του μαοϊκού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Δυτική Βεγγάλη, την οποία αληθινά δεν περίμενα.

* Μπορείτε να οραματιστείτε κάποια πολιτική ανασυγκρότηση αυτού που κάποτε ήταν η εργατική τάξη;

Όχι με την παραδοσιακή της μορφή. Ο Μαρξ είχε αναμφισβήτητα δίκιο όταν προέβλεπε τον σχηματισμό μεγάλων ταξικών κομμάτων σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της εκβιομηχάνισης. Αυτά τα κόμματα όμως, αν ήταν επιτυχημένα, δεν λειτουργούσαν αυστηρά ως κόμματα της εργατικής τάξης: αν ήθελαν να επεκταθούν πέρα από τα αυστηρά όρια μιας περιορισμένης τάξης, το κατάφερναν ως λαϊκά κόμματα, που δομούνταν στη βάση μιας οργάνωσης που επινοήθηκε από και για τους σκοπούς της εργατικής τάξης. Ακόμα κι έτσι, η ταξική συνείδηση έθετε όρια. Στη Βρετανία, το Εργατικό Κόμμα δεν πήρε ποτέ πάνω από το 50% των ψήφων. Το ίδιο ισχύει και στην Ιταλία, όπου το ΚΚΙ ήταν πολύ περισσότερο ένα λαϊκό κόμμα. Στη Γαλλία, η Αριστερά βασίστηκε σε μια σχετικά αδύναμη εργατική τάξη, η οποία όμως ισχυροποιούνταν πολιτικά χάρη σε μια λαμπρή επαναστατική παράδοση, της οποίας κατάφερε να γίνει ο βασικός κληρονόμος -- γεγονός που έκανε και την ίδια και την Αριστερά να αποκτήσουν πολύ μεγάλη επίδραση.

Η παρακμή της εργατικής τάξης των χειρωνακτών φαίνεται πως είναι οριστική. Υπάρχουν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν βέβαια, πολλοί άνθρωποι που εργάζονται ακόμα ως χειρώνακτες και η υπεράσπισή τους παραμένει μείζον καθήκον για όλες τις αριστερές κυβερνήσεις. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί πλέον να αποτελεί την κύρια βάση των ελπίδων τους: δεν διαθέτουν πλέον, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο, πολιτική δυναμική, επειδή έχουν απολέσει την προοπτική οργάνωσης της παλιάς εργατικής τάξης.

Υπήρξαν τρεις ακόμα σημαντικές αρνητικές εξελίξεις. Η πρώτη είναι, ασφαλώς, η ξενοφοβία -- η οποία, για το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης, είναι, σύμφωνα με τη ρήση του Αύγουστου Μπέμπελ, «ο σοσιαλισμός των ηλιθίων»: διασφαλίζω τη δουλειά μου ενάντια σε ανθρώπους που τους αντιμετωπίζω σαν ανταγωνιστές. Όσο πιο αδύναμο είναι το εργατικό κίνημα, τόσο αυξάνεται η απήχηση της ξενοφοβίας. Δεύτερον, μεγάλο μέρος των ελαφρότερων χειρωνακτικών εργασιών δεν είναι πια μόνιμες, αλλά περιστασιακές: φοιτητές ή μετανάστες που δουλεύουν στον τομέα του επισιτισμού, για παράδειγμα. Ως εκ τούτου, δεν είναι εύκολο να οργανωθούν πολιτικά. Οι μόνοι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας που θα μπορούσαν να οργανωθούν εύκολα είναι όσοι έχουν ως εργοδότη τις δημόσιες υπηρεσίες, κι αυτό επειδή οι τελευταίες είναι πολιτικά ευάλωτες.

Η τρίτη και πιο σημαντική εξέλιξη, κατά τη γνώμη μου, είναι το διευρυνόμενο χάσμα που δημιουργείται από ένα νέο ταξικό κριτήριο: την εισαγωγή σε σχολές και πανεπιστημιακά ιδρύματα ως εισιτήριο για κάποια θέση εργασίας. Αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε, αν θέλετε, αξιοκρατία· αλλά αξιολογείται, θεσμοποιείται και διαμεσολαβείται από τα εκπαιδευτικά συστήματα. Το αποτέλεσμα είναι μια εκτροπή της ταξικής συνείδησης από την εναντίωση στους εργοδότες προς την εναντίωση στους πάσης φύσεως κηφήνες: διανοούμενους, φιλελεύθερες ελίτ, ανθρώπους που τρώνε τα λεφτά μας. Η Αμερική είναι ένα κλασικό παράδειγμα, αλλά η κατάσταση δεν είναι άγνωστη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αν ρίξετε μια ματιά στις βρετανικές εφημερίδες. Η κατάσταση γίνεται ακόμα μια περίπλοκη, καθώς ολοένα και περισσότερο, ένα διδακτορικό ή τουλάχιστον ένα μεταπτυχιακό προσφέρει μεγαλύτερες ευκαιρίες πλουτισμού.

Μπορεί να υπάρξουν νέες κοινωνικές δυνάμεις; Αυτό αποκλείεται, τουλάχιστον όσον αφορά μια μεμονωμένη τάξη, και αν θέλετε τη γνώμη μου ουδέποτε είχε συμβεί. Υπάρχει μια προοδευτική πολιτική συμμαχιών, ακόμα και σχετικά μόνιμων συμμαχιών όπως, λ.χ., ανάμεσα στην καλλιεργημένη μεσαία τάξη που διαβάζει τον Guardian και τους διανοούμενων (ανθρώπων με υψηλή μόρφωση, οι οποίοι γενικότερα κλίνουν, σε μεγάλο βαθμό, προς την Αριστερά) με τη μάζα των φτωχών και απαίδευτων. Και οι δύο αυτές ομάδες έχουν ουσιώδη σημασία για ένα τέτοιο κίνημα, αλλά ίσως είναι πιο δύσκολο να συμμαχήσουν από ό,τι παλιότερα. Κι αυτό γιατί, υπό μία έννοια, είναι εφικτό οι φτωχοί να ταυτιστoύν με τους δισεκατομυριούχους, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, λέγοντας: «Αν ήμουν τυχερός, θα γινόμουν ποπ σταρ!». Αλλά κανένας δεν μπορεί να πει: «Αν ήμουν τυχερός, θα γινόμουν νομπελίστας!». Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα για τον πολιτικό συντονισμό και συνεργασία των ανθρώπων που αντικειμενικά θα μπορούσαν να βρίσκονται στην ίδια πλευρά.

* Ποια σχέση θεωρείτε ότι υπάρχει ανάμεσα στη σημερινή κρίση και τη Μεγάλη Ύφεση;

Η κρίση του 1929 δεν ξεκίνησε από τις τράπεζες· οι τράπεζες κατέρρευσαν μόνο δύο χρόνια αργότερα. Αντίθετα, το χρηματιστήριο πυροδότησε μια απότομη κάμψη της παραγωγής, συνοδευόμενη από πολύ υψηλότερη ανεργία και μια πολύ έντονη πτώση στην παραγωγή. Υπήρξαν αρκετά προανακρούσματα της παρούσας ύφεσης, σε αντίθεση με εκείνη του 1929 που έπεσε σχεδόν σαν κεραυνός. Θα έπρεπε έχει γίνει αντιληπτό, αρκετά εγκαίρως, ότι ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός δημιούργησε μια τεράστια αστάθεια στη λειτουργία του καπιταλισμού. Μέχρι το 2008 η αστάθεια αυτή φαινόταν να επηρεάζει μόνο μερικές περιφερειακές περιοχές: τη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 21ου αιώνα, τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Ρωσία. Στα ισχυρά κράτη, το μόνο που συνέβαινε ήταν να καταρρέει περιστασιακά το χρηματιστήριο και στη συνέχεια να ανακάμπτει σχετικά γρήγορα. Μου φαίνεται ότι το πραγματικό σημάδι του κακού που θα συνέβαινε θα μπορούσε να είναι η κατάρρευση του Long-Term Capital Management1 το 1998, γεγονός που έδειξε πόσο λάθος ήταν συνολικά το αναπτυξιακό μοντέλο· ωστόσο δεν αντιμετωπίστηκε έτσι. Παραδόξως, οδήγησε μια σειρά επιχειρηματίες και δημοσιογράφους να ανακαλύψουν ξανά τον Καρλ Μαρξ, θεωρώντας πως το έργο του έχει ενδιαφέρον για την κατανόηση της σύγχρονης, παγκοσμιοποιημένης οικονομίας· η διαδικασία αυτή, βέβαια, δεν είχε καμία σχέση με την παραδοσιακή Αριστερά.

Η παγκόσμια οικονομία το 1929 ήταν λιγότερο παγκοσμιοποιημένη από ό,τι η σημερινή. Αυτό είχε σίγουρα κάποιες επιπτώσεις -- για παράδειγμα ήταν πολύ ευκολότερο στους ανθρώπους που έχαναν τη δουλειά τους να γυρίσουν στα χωριά τους. Το 1929, σε μεγάλο μέρος του κόσμου εκτός Ευρώπης και Βορείου Αμερικής, τα παγκοσμιοποιημένα τμήματα της οικονομίας δεν ήταν παρά μεμονωμένες νησίδες, που άφηναν το κύριο μέρος που τα περιέβαλλε αμετάβλητο. Η ύπαρξη της ΕΣΣΔ δεν είχε κάποια υλική επίπτωση στην Ύφεση, είχε όμως τεράστιες ιδεολογικές επιπτώσεις -- υπήρχε εναλλακτική λύση. Από το 1990 και μετά, παρακαολουθούμε την άνοδο της Κίνας και των αναδυόμενων οικονομιών, γεγονός που είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις στην παρούσα ύφεση: συνέβαλαν στο να διατηρήσει η παγκόσμια οικονομία μια πολύ ομαλότερη πορεία, από ό,τι θα είχε χωρίς αυτές. Στην πραγματικότητα, ακόμη και στις ημέρες που ο νεοφιλελευθερισμός ισχυριζόταν ότι υπήρχε άνθηση, η πραγματική ανάπτυξη εμφανιζόταν, σε πολύ υψηλούς ρυθμούς, σε αυτές τις νέες αναπτυσσόμενες οικονομίες, κυρίως στην Κίνα. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν υπήρχε η Κίνα η ύφεση του 2008 θα ήταν πολύ πιο σοβαρή. Έτσι, γι’ αυτούς τους λόγους, σκέφτομαι ότι πιθανόν να μπορέσουμε να ανακάμψουμε πιο γρήγορα, παρόλο που μερικές χώρες --και κυρίως η Βρετανία-- θα παραμείνουν βυθισμένες στην ύφεση για πολύ καιρό ακόμα.

* Ανέκαθεν ήσασταν κριτικός απέναντι τον εθνικισμό ως πολιτική δύναμη, εφιστώντας την προσοχή της Αριστεράς να μην προσπαθεί να τον προσεταιριστεί. Ωστόσο, έχετε επίσης αντιταχθεί έντονα στις παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας εν ονόματι των ανθρωπιστικών παρεμβάσεων. Ποια είδη διεθνισμού, μετά την κατάρρευση του διεθνισμού που είχε γεννήσει το εργατικό κίνημα, είναι επιθυμητά και εφικτά σήμερα;

Πρώτα απ’ όλα, ο «ανθρωπιστικισμός» (humanitarianism), ο ιμπεριαλισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δεν έχει καμία σχέση με τον διεθνισμό. Αποτελεί έκφανση είτε ενός αναγεννημένου ιμπεριαλισμού, ο οποίος βρίσκει μια κατάλληλη δικαιολογία για παραβιάσεις της κρατικής κυριαρχίας --μπορεί να υπάρχουν θαυμάσιες και ειλικρινείς δικαιολογίες-- είτε, κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο, μια επαναβεβαίωση της πίστης στη μόνιμη υπεροχή της περιοχής που κυριαρχούσε στον πλανήτη από τον 16ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Στο κάτω κάτω, οι αξίες τις οποίες προσπαθεί να επιβάλει η Δύση είναι αξίες μιας περιοχής, και όχι κατ’ ανάγκην οικουμενικές. Αν είναι οικουμενικές, πρέπει να επαναδιατυπωθούν με διαφορετικούς όρους. Δεν νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο αφεαυτού εθνικό ή διεθνές. Ο εθνικισμός υπεισέρχεται σε αυτό το ζήτημα επειδή η βασισμένη σε εθνικά κράτη διεθνής τάξη --το σύστημα της Βεστφαλίας-- υπήρξε κατά το παρελθόν, καλώς ή κακώς, μια από τις ασφαλέστερες εγγυήσεις ενάντια στις εισβολές των ξένων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αφ’ ης στιγμής το σύστημα έχει πλέον καταργηθεί, ο δρόμος είναι ανοιχτός για επιθετικούς και επεκτατικούς πολέμους -- στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο λόγος που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκηρύξει τη διεθνή τάξη της Βεστφαλίας.

Ο διεθνισμός, που αποτελεί μια άλλη προοπτική σε σχέση με τον εθνικισμό, είναι ένα πιο περίπλοκο εγχείρημα. Μπορεί να είναι είτε ένα πολιτικά κενό σύνθημα, όπως υπήρξε στην πράξη για το διεθνές εργατικό κίνημα, οπότε δεν σημαίνει τίποτα συγκεκριμένο, είτε ένας τρόπος για την εξασφάλιση της ομοιομορφίας σε ισχυρούς συγκεντρωτικούς οργανισμούς όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή η Κομιντέρν. Ο διεθνισμός σήμαινε ότι, ως Καθολικός, ασπαζόσουν τα ίδια δόγματα και μετείχες στις ίδιες πρακτικές, ανεξάρτητα με το ποιος είσαι και πού βρίσκεσαι· το ίδιο συνέβαινε θεωρητικά και στην περίπτωση των κομμουνιστικών κομμάτων. Σε ποιο βαθμό αυτό συνέβη πραγματικά και σε ποιο στάδιο έπαψε να συμβαίνει --ακόμα και στην Καθολική Εκκλησία-- είναι ένα άλλο ζήτημα. Πάντως, δεν εννοούμε κάτι τέτοιο με τον όρο «διεθνισμός».

Το έθνος-κράτος ήταν και παραμένει το πλαίσιο για όλες τις πολιτικές αποφάσεις, στη χώρα μας ή στο εξωτερικό. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η δράση των εργατικών κινημάτων --και, στην πράξη, όλες οι πολιτικές δραστηριότητες-- αναπτύσσονταν σχεδόν εξολοκλήρου στο πλαίσιο ενός κράτος. Ακόμα και εντός της Ε.Ε., η πολιτική εξακολουθεί να λειτουργεί με εθνικούς όρους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει υπερ-εθνική εξουσία δράσης -- μόνο ένας συνασπισμός χωριστών κρατών. Ίσως το φονταμενταλιστικό Ισλάμ να αποτελεί μια εξαίρεση, καθώς διεισδύει σε όλα τα κράτη, αλλά αυτό δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί. Προηγούμενες απόπειρες όπως παν-αραβικά υπερκράτη (λ.χ. η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, ένωση της Αιγύπτου και της Συρίας) απέτυχαν ακριβώς χάρη στην αντοχή υφιστάμενων --πρώην αποικιακών-- συνόρων.

*Διακρίνετε εγγενή εμπόδια σε κάθε προσπάθεια υπέρβασης των ορίων του έθνους-κράτους;

Οικονομικά, αλλά και από πολλές άλλες απόψεις --ακόμα και πολιτισμικά, σε κάποιο βαθμό-- η επανάσταση των επικοινωνιών έχει δημιουργήσει έναν πραγματικά παγκόσμιο χώρο, στον οποίο υπάρχουν εξουσίες λήψης αποφάσεων με υπερεθνικό χαρακτήρα, υπερεθνικές δραστηριότητες και, βέβαια, κινήματα ιδεών, επικοινωνίες και άνθρωποι που λειτουργούν υπερεθνικά με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από ό,τι ποτέ. Ακόμη και οι γλωσσικές κουλτούρες συμπληρώνονται τώρα από τα διεθνή ιδιώματα της επικοινωνίας. Αλλά στην πολιτική δεν υπάρχει κανένας απόηχος όλων των παραπάνω· αυτή είναι η βασική αντίφαση την παρούσα στιγμή. Ένας από τους λόγους είναι ότι, στον 20ό αιώνα, η πολιτική είχε εκδημοκρατιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό -- οι μάζες των απλών ανθρώπων συμμετείχαν σε αυτή. Γι’ αυτούς, το κράτος έχει ουσιώδη σημασία για την καθημερινότητα, την κανονικότητα και τις προοπτικές της ζωής τους.

Απόπειρες έσωθεν διάλυσης του κράτους, με την αποκέντρωση, έχουν γίνει κυρίως τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, και κάποιες από αυτές δεν ήταν ανεπιτυχείς -- σίγουρα στη Γερμανία η αποκέντρωση πέτυχε σε αρκετούς τομείς, ενώ στην Ιταλία η περιφερειακή οργάνωση αποδείχθηκε πραγματικά χρήσιμη. Όμως, η προσπάθεια δημιουργίας υπερεθνικών κρατών δεν ευδοκίμησε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πιο προφανές παράδειγμα. Σε ένα βαθμό, υπονομεύθηκε από τους ιδρυτές της, οι οποίοι σκέφτονταν ακριβώς με όρους ενός υπερ-κράτους, ανάλογου με το εθνικό κράτος, απλώς μεγαλύτερου -- στην πραγματικότητα, νομίζω ότι δεν υπήρχε τότε τέτοια δυνατότητα, και πάντως σίγουρα δεν υπάρχει σήμερα. Η Ε.Ε. είναι μια ευρωπαϊκή ιδιοτυπία. Υπήρξαν κάποτε δείγματα ενός υπερεθνικού κράτους στη Μέση Ανατολή και αλλού, αλλά η Ε.Ε. είναι το μόνο πραγματικό εγχείρημα αυτού του είδους. Δεν πιστεύω, για παράδειγμα, ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα μιας μεγαλύτερης ομοσπονδίας στη Νότια Αμερική. Εγώ τουλάχιστον θα στοιχημάτιζα εναντίον της.

Αυτή η αντίφαση παραμένει ένα άλυτο πρόβλημα: από τη μια πλευρά υπάρχουν υπερεθνικές οντότητες και πρακτικές, που προκύπτουν από τη διαδικασία αποσάθρωσης του κράτους, στους τομείς που αυτό καταρρέει. Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο --που δεν αποτελεί άμεση προοπτική στις ανεπτυγμένες χώρες-- ποιος θα αναλάβει στη συνέχεια την αναδιανεμητική και τις άλλες λειτουργίες, τις οποίες μέχρι σήμερα επιτελεί το κράτος; Αυτή τη στιγμή, έχουμε ένα μίγμα συμβίωσης και σύγκρουσης. Αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα για κάθε μορφή λαϊκής πολιτικής σήμερα.

Ο Eric Ηobsbawm είναι ένας από τους κορυφαίους μαρξιστές ιστορικούς, διεθνώς. Τα περισσότερα βιβλία του κυκλοφορούν και στα ελληνικά.

Μετάφραση των Στρ. Μπουλαλάκη και Κ. Σπαθαράκη για την εφημερίδα Αυγή

1. LTCM: Ένα από τα μεγαλύτερα διεθνώς hedge fund (αμοιβαία κεφάλαια επενδύσεων υψηλού ρίσκου). Παρόλο που δανειζόταν πολλαπλάσια κεφάλαια από τα πάγιά του, εξασφάλιζε υψηλές αποδόσεις. Θεωρούνταν εξαιρετικά αξιόπιστο, και σε αυτό τοποθετούσαν τα διαθέσιμά τους ακόμα και κεντρικές τράπεζες. Η ασιατική κρίση το 1997 και η ρωσική το 1998 το οδήγησαν στα πρόθυρα χρεοκοπίας, γεγονός που απείλησε με κατάρρευση το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα

υπεροχο οσο σπανιο

16 Ιουν 2010

Εμείς είμαστε η κρίση της αφηρημένης εργασίας

John Holloway

“Φωνές αντίστασης: εναλλακτικές φωνές.” Ποιες είναι οι φωνές μας; Οι
φωνές μας είναι οι φωνές της κρίσης της αφηρημένης εργασίας. Εμείς
είμαστε η κρίση της αφηρημένης εργασίας. Εμείς είμαστε η δύναμη της
δημιουργικής πράξης.

Εμείς είμαστε η κρίση. Βασικά δεν είμαστε μια θετική δύναμη, αλλά μια
αρνητική δύναμη. Αυτό που μας φέρνει εδώ σήμερα δεν είναι κάτι θετικό,
που έχουμε από κοινού όλοι μαζί, αλλά αυτό που μοιραζόμαστε είναι το
Όχι. Όχι στον καπιταλισμό, όχι σ’ ένα κόσμο βίας κι εκμετάλλευσης, όχι
σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που εντελώς στην κυριολεξία
καταστρέφει την ανθρωπότητα, μ’ οποιαδήποτε έννοια της λέξης. Όχι σ’
έναν κόσμο, στον οποίον ό,τι κάνουμε καθορίζεται από δυνάμεις που δεν
ελέγχουμε. ¡Ya basta! Αλλά αυτό το ¡ya basta!, αυτή η άρνηση, δεν
υφίσταται έξω από το κεφάλαιο, αφορά την καρδιά του κεφαλαίου, απλώς
διότι το κεφάλαιο εξαρτάται από τα ναι μας, από την αποδοχή μας, από τη
συμφωνία μας στην εργασία και στη δημιουργία της αξίας, από την
αναπαραγωγή της χυδαιότητας, που μας περιβάλλει. Το ΟΧΙ μας είναι ένα
όχι με δύναμη, απλώς γιατί η ύπαρξη του κεφαλαίου εξαρτάται από τα ναι
που θα πούμε. Το ΟΧΙ μας είναι η ενδημική κρίση του κεφαλαίου.

Εμείς είμαστε το ΟΧΙ, εμείς είμαστε η αρνητικότητα, εμείς είμαστε η
κρίση του κεφαλαίου. Αλλά είμαστε και κάτι περισσότερο απ’ αυτά. Είμαστε
η κρίση αυτού που παράγει το κεφάλαιο, η κρίση της αφηρημένης,
αλλοτριωμένης εργασίας. Η αφηρημένη εργασία παράγει το κεφάλαιο.
Πράγματι, το κεφάλαιο είναι η αφαίρεση της εργασίας, η διαδικασία με την
οποία ο τεράστιος πλούτος της ανθρώπινης δημιουργικότητας ελέγχεται,
περιέχεται, τιθασεύεται στην υπηρεσία της επέκτασης της αξίας. Η
αφαίρεση της εργασίας αναγάγει τους έντονους χρωματισμούς της
δημιουργικής πράξης στο γκρίζο χρώμα της παραγωγής της αξίας, στη
ματαιότητα της απόκτησης περισσότερου χρήματος. Στον καπιταλισμό, η
δημιουργική πράξη (αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε συγκεκριμένη ή χρήσιμη
εργασία) υποτάσσεται στην αφηρημένη εργασία, υπάρχει με τη μορφή της
αφηρημένης εργασίας, αλλά αυτή η μορφή κρύβει μια διαρκή ένταση, ένα
διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ περιεχομένου και μορφής, μεταξύ δημιουργικής
πράξης κι αφηρημένης εργασίας. Η δημιουργική πράξη υποτάσσεται, αλλά δεν
εξαλείφεται από την αφηρημένη εργασία: υπάρχει σε διαρκή ανταρσία
εναντίον της αφηρημένης εργασίας, υπάρχει σαν η λανθάνουσα κρίση της
αφηρημένης εργασίας.

Εδώ τότε βρίσκεται ο πυρήνας της πάλης των τάξεων: Είναι η πάλη των
τάξεων μεταξύ της δημιουργικής πράξης και της αφηρημένης εργασίας. Στο
παρελθόν συνηθιζόταν να σκεφτόμαστε την πάλη των τάξεων σαν την πάλη
μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας, κατανοώντας την εργασία σαν μισθωτή
εργασία, αφηρημένη εργασία, κι ορίζοντας συχνά την εργατική τάξη σαν την
τάξη των μισθωτών εργατών. Αλλά αυτό είναι εντελώς λάθος. Η μισθωτή
εργασία και το κεφάλαιο αλληλοσυμπληρώνονται, η μισθωτή εργασία είναι
μια στιγμή του κεφαλαίου. Πράγματι όμως, υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ
μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, αλλά αυτή είναι μια σχετικά επιφανειακή
σύγκρουση. Είναι μια σύγκρουση για το επίπεδο του μισθού, το μήκος της
εργάσιμης μέρας, τις εργασιακές συνθήκες: όλα αυτά είναι σημαντικά, αλλά
προϋποθέτουν την ύπαρξη του κεφαλαίου. Η πραγματική απειλή για το
κεφάλαιο δεν έρχεται από την αφηρημένη εργασία, αλλά από τη χρήσιμη
εργασία ή από τη δημιουργική πράξη, διότι είναι η δημιουργική πράξη αυτή
που στέκεται σε ριζική αντίθεση με το κεφάλαιο, δηλαδή, με την αφαίρεσή
του. Είναι η δημιουργική πράξη αυτή που λέει “όχι, δεν θα κάνουμε αυτό
που διατάζει το κεφάλαιο, θα κάνουμε αυτό που εμείς θεωρούμε αναγκαίο ή
επιθυμητό.”

Είμαστε η κρίση της αφηρημένης εργασίας, είμαστε η κρίση του εργατικού
κινήματος, του κινήματος που είναι κτισμένο πάνω στον αγώνα της
αφηρημένης εργασίας. Από τις πρώτες μέρες του καπιταλισμού, η αφηρημένη
εργασία είχε οργανώσει τον αγώνα της εναντίον του κεφαλαίου, τον αγώνα
της για καλύτερες συνθήκες μισθωτής εργασίας. Στον πυρήνα αυτού του
κινήματος βρίσκεται το κίνημα των εργατικών συνδικάτων με τον αγώνα τους
για ψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες. Στην κλασική βιβλιογραφία
του ορθόδοξου Μαρξισμού, αυτός θεωρείται ότι είναι ο οικονομικός αγώνας,
ο οποίος πρέπει να συμπληρωθεί με τον πολιτικό αγώνα. Ο πολιτικός αγώνας
οργανώνεται μέσω των κομμάτων, που εστιάζουν την προσοχή τους στην
κατάκτηση της εξουσίας του κράτους – είτε με κοινοβουλευτικούς τρόπους ή
μ’ ένοπλο αγώνα. Το κλασικό επαναστατικό κόμμα στοχεύει φυσικά να
ξεπεράσει τη σκοπιά των εργατικών συνδικάτων και να οδηγήσει σε μια
επανάσταση, η οποία θα καταργήσει την αφηρημένη εργασία, τη μισθωτή
εργασία, αλλά στην πραγματικότητα παγιδεύεται (ή παγιδευόταν) μέσα στον
κόσμο της αφηρημένης εργασίας. Ο κόσμος της αφηρημένης εργασίας είναι
ένας κόσμος φετιχισμού, ένας κόσμος στον οποίον οι κοινωνικές σχέσεις
υπάρχουν σαν πράγματα. Είναι ένας κόσμος που κατοικείται από το χρήμα,
το κεφάλαιο, το κράτος, τα κόμματα, τους θεσμούς, ένας κόσμος γεμάτος με
λανθασμένες σταθερότητες, ένας κόσμος ταυτοτήτων. Είναι ένας κόσμος των
διαχωρισμών, στον οποίον το πολιτικό διαχωρίζεται από το οικονομικό, το
δημόσιο από το ιδιωτικό, το μέλλον από το παρόν, το υποκείμενο από το
αντικείμενο, ένας κόσμος στον οποίον το επαναστατικό υποκείμενο γίνεται
αυτοί (η εργατική τάξη, η αγροτιά), όχι εμείς. Ο φετιχισμός είναι ο
κόσμος του κινήματος, που κτίζεται πάνω στον αγώνα της μισθωτής
εργασίας, της αφηρημένης εργασίας κι απ’ αυτόν τον φετιχισμό δεν υπάρχει
διαφυγή: είναι ένας κόσμος, που είναι καταπιεστικός κι απογοητευτικός
και τρομερά, τρομερά βαρετός. Είναι επίσης ένας κόσμος, στον οποίον η
πάλη των τάξεων είναι συμμετρική. Η συμπληρωματικότητα μεταξύ αφηρημένης
εργασίας και κεφαλαίου αντανακλάται σε μια βασική συμμετρία μεταξύ του
αγώνα της αφηρημένης εργασίας και του αγώνα του κεφαλαίου. Και οι δυο
τους περιστρέφονται γύρω από το κράτος και τον αγώνα για την εξουσία
πάνω στους άλλους· και οι δυο τους είναι ιεραρχικοί· και οι δυο τους
αναζητούν τη νομιμότητα δρώντας εκ μέρους των άλλων.

Είμαστε η κρίση της αφηρημένης εργασίας και του εργατικού κινήματός της.
Κάτι που ήταν πάντα αληθινό, αλλά το καινούργιο στοιχείο τώρα είναι ότι
δεν είμαστε πλέον μόνον η λανθάνουσα κρίση του, αλλά γίναμε πλέον η
ανοιχτή, η έκδηλη κρίση του. Η αφηρημένη εργασία πάντα ήταν το κλειδί
της καπιταλιστικής επικυριαρχίας, δηλαδή, της μετατροπής της
δημιουργικής πράξης σ’ αφηρημένη εργασία και, μ’ αυτήν, του
μετασχηματισμού των ανθρώπων δημιουργών σ’ εργάτες. Μ’ άλλα λόγια, η
απασχόληση ήταν πάντοτε στην καρδιά του καπιταλιστικού ελέγχου. Οι
ονομαζόμενες οικονομίες πλήρους απασχόλησης της μεταπολεμικής περιόδου,
συνδυασμένες με τη μαζική και εντατικοποιημένη αφηρημένη εργασία στη
περίοδο του Φορντισμού πιθανόν να βρισκόντουσαν κάποτε στην κορυφή του
κανόνα της αφηρημένης εργασίας και των θεσμών της – μεταξύ των οποίων το
κλασικό εργατικό κίνημα έπαιζε έναν κεντρικό ρόλο. Όμως αυτός ο τρόπος
επικυριαρχίας έχει περιέλθει σ’ ανοιχτή κρίση τα τελευταία τριάντα
χρόνια κι εμείς είμαστε αυτή η κρίση, το ΟΧΙ μας, η άρνησή μας να
δεχτούμε τη μετατροπή της δημιουργικότητάς μας σ’ αφηρημένη εργασία
χωρίς νόημα, τη μετατροπή των εαυτών μας σε μηχανές.

Αλλά τι γίνεται με το νεοφιλελευθερισμό, με τον πόλεμο, με την
αυτοκρατορία και τη βιοεξουσία και με τις νέες μορφές κοινωνικού
ελέγχου; Δεν έχουν όλα αυτά ξεπεράσει την κρίση δημιουργώντας μια νέα
βάση για τον καπιταλισμό; Όχι, δεν νομίζω ότι αυτό συμβαίνει και πρέπει
να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις θεωρητικοποιήσεις μας για να μην
κάνουμε την κρίση ένα νέο παράδειγμα, μια νέα περίοδο επικυριαρχίας, μια
νέα αυτοκρατορία, απλώς επειδή οι θετικότητες της παραδειγματικής σκέψης
φυλακίζουν την αρνητικότητά μας, κλείνουν τις προοπτικές μας. Είναι
καθήκον του κεφαλαίου να δημιουργήσει ένα νέο παράδειγμα, όχι δικό μας.
Το καθήκον μας, αφενός το θεωρητικό κι αφετέρου το πρακτικό, είναι να
δημιουργήσουμε την αστάθεια, όχι τη σταθερότητα. Ο Μαρξισμός είναι
θεωρία της κρίσης, όχι των μορφών επικυριαρχίας: όχι της δύναμης της
επικυριαρχίας, αλλά της ευθραυστότητάς της. Κι υπάρχουν πολλές, πολλές
ενδείξεις για τη θεμελιώδη ευθραυστότητα του κεφαλαίου αυτή τη στιγμή:
αφενός η αυξανόμενη βία κι αφετέρου η συνεχιζόμενη εξάρτησή του από μια
σταθερή επέκταση των χρεών. Σίγουρα, υπάρχει μια σταθερή επέκταση κι
εντατικοποίηση της αφηρημένης εργασίας: για παράδειγμα, εμείς στα
πανεπιστήμια έχουμε καλά συνειδητοποιήσει πώς η εργασία μας υποτάσσεται
όλο και πιο άμεσα στις απαιτήσεις της αγοράς. Αλλά ταυτόχρονα, υπάρχει
και μια ολοένα και περισσότερο διογκούμενη αποτυχία της αφηρημένης
εργασίας να συμπεριλάβει την ώθηση της δημιουργικής πράξης μέσα στα όρια
της παραγωγής της αξίας, μέσα στα όρια της αγοράς.

Αυτή είναι η κρίση της αφηρημένης εργασίας: η ανικανότητα της αφηρημένης
εργασίας να συμπεριλάβει τη δύναμη της δημιουργικής πράξης. Η απασχόληση
πάντα ήταν και συνεχίζει να είναι (σε πείσμα της επέκτασης της
πειθαρχίας στο σύνολο του ‘κοινωνικού εργοστασίου’) η κύρια δύναμη
πειθάρχησης του καπιταλισμού, το κύριο μέσο για να εγκλωβισθεί και να
ελαττωθεί ο ανθρωπισμός μας, η άρνηση-και-δημιουργία. Η απανταχού κρίση
της απασχόλησης αφενός εντατικοποιεί αυτήν την πειθαρχία (καθώς οι
άνθρωποι συναγωνίζονται για την εύρεση εργασίας) κι αφετέρου την
αποδυναμώνει, καθώς αποτυγχάνει να γεμίσει τις ζωές των ανθρώπων: η
επισφάλεια της απασχόλησης είναι επίσης η επισφάλεια της αφηρημένης
εργασίας. Όλο και περισσότερο, οι αγώνες κι οι διαμαρτυρίες εναντίον του
κεφαλαίου ξεπερνούν τα όρια του κινήματος, που βασίζεται στην αφηρημένη
εργασία. Δεν είναι ότι το παλιό εργατικό κίνημα παύει να υπάρχει ή ότι
παύει να είναι σημαντικό για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, αλλά ότι όλο
και περισσότερο οι αγώνες εναντίον του καπιταλισμού υπερχειλίζουν τις
δομές και τις έννοιες αυτού του κινήματος. Ανεξάρτητα από το αν η έννοια
της τάξης χρησιμοποιείται πλέον ή δεν χρησιμοποιείται ρητά, η κατάσταση
αυτή κάθε άλλο παρά φανερώνει την εγκατάλειψη της πάλης των τάξεων, αλλά
αποδεικνύει ότι υπάρχει μια εντατικοποίηση της πάλης των τάξεων, ένα
διαφορετικό επίπεδο πάλης. Είναι μια πάλη που σπάζει τη συμμετρία που
χαρακτήριζε τους αγώνες της αφηρημένης εργασίας, μια πάλη που είναι τώρα
θεμελιωδώς ασύμμετρη προς τον αγώνα του κεφαλαίου και χαίρεται μέσα σ’
αυτήν την ασυμμετρία της: κάνοντας τα πράγματα μ’ ένα διαφορετικό τρόπο,
δημιουργώντας διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις, αυτές είναι οι
καθοδηγητικές αρχές της.

Σ’ αυτόν τον ανασχηματισμό της πάλης των τάξεων, εμείς είμαστε το
επαναστατικό υποκείμενο. Εμείς; Ποιοι είμαστε εμείς; Είμαστε ένα
ερωτηματικό, ένα πείραμα, μια κραυγή, μια πρόκληση. Δεν χρειαζόμαστε
κανέναν ορισμό, απορρίπτουμε όλους τους ορισμούς, διότι είμαστε η
αντι-ταυτοτική δύναμη της δημιουργικής πράξης κι αψηφούμε όλους τους
ορισμούς. Ονομάστε μας πλήθος, αν θέλετε, ή καλύτερα ονομάστε μας
εργατική τάξη, αλλά προσέξτε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να βάλετε έναν
ορισμό έχει νόημα μόνο εφόσον πρόκειται να σπάσουμε αυτόν τον ορισμό.
Είμαστε ετερογενείς, είμαστε παράφωνοι, είμαστε η επιβεβαίωση του εαυτού
μας, η άρνηση του αλλότριου προσδιορισμού των ζωών μας. Είμαστε,
επομένως, η κριτική της αναπαράστασης, η κριτική της καθετότητας κι
οποιασδήποτε μορφής οργάνωσης που απομακρύνει την ευθύνη των ζωών μας
μακριά από μας. Ακούστε τις φωνές των Ζαπατίστα, των piqueteros της
Αργεντινής, των ιθαγενών της Βολιβίας, των ανθρώπων των κοινωνικών
κέντρων της Ιταλίας: το υποκείμενο που πάντα χρησιμοποιούν για να
μιλήσουν για τους εαυτούς τους είναι το ‘εμείς’ κι αυτή είναι μια έννοια
που έχει μεγάλη δύναμη.

Είμαστε γένους θηλυκού, nosotras κι όχι nosotros, διότι η κρίση της
αφηρημένης εργασίας είναι η κρίση της ανδροκρατούμενης δραστηριότητας
και μορφής πάλης και διότι η νέα πάλη των τάξεων δεν έχει την ίδια
σύσταση φύλου με την παλιά.

Είμαστε το σπάσιμο του χρόνου, η καταστροφή των ρολογιών. Το κίνημα της
αφηρημένης εργασίας προβάλλει την επανάσταση στο μέλλον, αλλά η δική μας
επανάσταση μπορεί μόνο να γίνει εδώ και τώρα, διότι ζούμε εδώ και τώρα
και στο μέλλον θα έχουμε πεθάνει (ή θα είμαστε αθάνατοι). Είμαστε η
ένταση του κινήματος, η αναζήτηση (η αναζήτηση του Faust, η αναζήτηση
του Bloch) της στιγμής της απόλυτης ικανοποίησης. Είμαστε οι ποιητές της
εργατικής τάξης, η εργατική τάξη σαν ποίηση.

Η επανάστασή μας, άρα, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή σαν δόμηση του
μεγάλου γεγονότος στο μέλλον, αλλά μόνο σαν η δημιουργία εδώ και τώρα
ραγισμάτων ή σχισμών ή ρωγμών στον ιστό της εξουσίας, χώρων ή χρόνων,
στους οποίους μπορούμε να πούμε “όχι, δεν θα αποδεχτούμε ότι το κεφάλαιο
πρέπει να διαμορφώσει τις ζωές μας, θα κάνουμε ό,τι θεωρούμε αναγκαίο ή
επιθυμητό.” Ρίξτε μια ματιά γύρω σας και θα δείτε ότι αυτοί οι χώροι ή
χρόνοι της άρνησης-και-δημιουργίας υπάρχουν παντού, από τη ζούγκλα Selva
Lacandona του Μεξικού ως τη μνημειώδη άρνηση-και-δημιουργία ενός
γεγονότος σαν αυτής της εκδήλωσης που συμμετέχουμε τώρα. Η επανάσταση, η
επανάσταση μας, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σαν η επέκταση και ο
πολλαπλασιασμός αυτών των ρωγμών, αυτών των αστραπών-αναλαμπών της
άρνησης-και-δημιουργίας, αυτών των ηφαιστειακών εκρήξεων της πράξης
εναντίον της εργασίας.

Ρωτώντας προχωράμε. Preguntando caminamos.

12 Ιουν 2010

what do you believe in?

“I believe in the power of the imagination to remake the world, to release the truth within us, to hold back the night, to transcend death, to charm motorways, to ingratiate ourselves with birds, to enlist the confidences of madmen.
I believe in my own obsessions, in the beauty of the car crash, in the peace of the submerged forest, in the excitements of the deserted holiday beach, in the elegance of automobile graveyards, in the mystery of multi-storey car parks, in the poetry of abandoned hotels.
I believe in the forgotten runways of Wake Island, pointing towards the Pacifics of our imaginations.
I believe in the mysterious beauty of Margaret Thatcher, in the arch of her nostrils and the sheen on her lower lip; in the melancholy of wounded Argentine conscripts; in the haunted smiles of filling station personnel; in my dream of Margaret Thatcher caressed by that young Argentine soldier in a forgotten motel watched by a tubercular filling station attendant.
I believe in the beauty of all women, in the treachery of their imaginations, so close to my heart; in the junction of their disenchanted bodies with the enchanted chromium rails of supermarket counters; in their warm tolerance of my perversions.
I believe in the death of tomorrow, in the exhaustion of time, in our search for a new time within the smiles of auto-route waitresses and the tired eyes of air-traffic controllers at out-of-season airports.
I believe in the genital organs of great men and women, in the body postures of Ronald Reagan, Margaret Thatcher and Princess Di, in the sweet odors emanating from their lips as they regard the cameras of the entire world.
I believe in madness, in the truth of the inexplicable, in the common sense of stones, in the lunacy of flowers, in the disease stored up for the human race by the Apollo astronauts.
I believe in nothing.
I believe in Max Ernst, Delvaux, Dali, Titian, Goya, Leonardo, Vermeer, Chirico, Magritte, Redon, Duerer, Tanguy, the Facteur Cheval, the Watts Towers, Boecklin, Francis Bacon, and all the invisible artists within the psychiatric institutions of the planet.
I believe in the impossibility of existence, in the humor of mountains, in the absurdity of electromagnetism, in the farce of geometry, in the cruelty of arithmetic, in the murderous intent of logic.
I believe in adolescent women, in their corruption by their own leg stances, in the purity of their disheveled bodies, in the traces of their pudenda left in the bathrooms of shabby motels.
I believe in flight, in the beauty of the wing, and in the beauty of everything that has ever flown, in the stone thrown by a small child that carries with it the wisdom of statesmen and midwives.
I believe in the gentleness of the surgeon’s knife, in the limitless geometry of the cinema screen, in the hidden universe within supermarkets, in the loneliness of the sun, in the garrulousness of planets, in the repetitiveness or ourselves, in the inexistence of the universe and the boredom of the atom.
I believe in the light cast by video-recorders in department store windows, in the messianic insights of the radiator grilles of showroom automobiles, in the elegance of the oil stains on the engine nacelles of 747s parked on airport tarmacs.
I believe in the non-existence of the past, in the death of the future, and the infinite possibilities of the present.
I believe in the derangement of the senses: in Rimbaud, William Burroughs, Huysmans, Genet, Celine, Swift, Defoe, Carroll, Coleridge, Kafka.
I believe in the designers of the Pyramids, the Empire State Building, the Berlin Fuehrerbunker, the Wake Island runways.
I believe in the body odors of Princess Di.
I believe in the next five minutes.
I believe in the history of my feet.
I believe in migraines, the boredom of afternoons, the fear of calendars, the treachery of clocks.
I believe in anxiety, psychosis and despair.
I believe in the perversions, in the infatuations with trees, princesses, prime ministers, derelict filling stations (more beautiful than the Taj Mahal), clouds and birds.
I believe in the death of the emotions and the triumph of the imagination.
I believe in Tokyo, Benidorm, La Grande Motte, Wake Island, Eniwetok, Dealey Plaza.
I believe in alcoholism, venereal disease, fever and exhaustion. I believe in pain. I believe in despair. I believe in all children.
I believe in maps, diagrams, codes, chess-games, puzzles, airline timetables, airport indicator signs. I believe all excuses.
I believe all reasons.
I believe all hallucinations.
I believe all anger.
I believe all mythologies, memories, lies, fantasies, evasions.
I believe in the mystery and melancholy of a hand, in the kindness of trees, in the wisdom of light.”

J.G Ballard